- αρτιχανής
- ἀρτιχανής, -ές (Α)αυτός που άνοιξε τώρα μόλις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι-* + -χανής < χαν-, έχανον (αόρ. β' του χαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιχανῆ — ἀρτιχανής just opening neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιχανής just opening masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιχανής just opening masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek